- ἀρτιπαγής
- ἀρτιπαγήςjust put togethermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αρτιπαγής — ἀρτιπαγής, ές (Α) 1. αυτός που στερεώθηκε πριν από λίγο, ο μόλις τοποθετημένος 2. (για τυρί) αυτό που μόλις έπηξε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + παγής < πήγνυμι (πρβλ. απαγής, συμπαγής)] … Dictionary of Greek
ἀρτιπαγῆ — ἀρτιπαγής just put together neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιπαγής just put together masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιπαγής just put together masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιπαγεῖ — ἀρτιπαγής just put together masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρτιπαγής just put together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιπαγεῖς — ἀρτιπαγής just put together masc/fem acc pl ἀρτιπαγής just put together masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιπαγές — ἀρτιπαγής just put together masc/fem voc sg ἀρτιπαγής just put together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιπαγοῦς — ἀρτιπαγής just put together masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτιπαγέσι — ἀρτιπαγής just put together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
γυιοπαγής — γυιοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + παγής < πήγνυμι (πρβλ. αρτιπαγής, συμπαγής)] … Dictionary of Greek